- δίκη
- Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της απονομής της δικαιοσύνης.
Ανάλογα με το αν το αμφισβητούμενο θέμα ανήκει στο αστικό, στο ποινικό ή στο διοικητικό δίκαιο, η δ. είναι αστική, ποινική ή διοικητική.
αστική δ. To νεότερο ευρωπαϊκό αστικό δίκαιο προκύπτει ως συνάρτηση δύο δικονομικών παραδόσεων: της ρωμαϊκής και της γερμανικής. Τα βασικά στοιχεία της ρωμαϊκής αστικής δ. υπήρξαν απόρροια της διαιτητικής αποστολής του δικαστή. Ο δικαστής, ασκώντας δημόσιο λειτούργημα, έκρινε με βάση την ελεύθερα διαμορφωμένη πεποίθησή του και με τη βοήθεια αποδείξεων που προσκόμιζαν οι διάδικοι· οι τελευταίες δεν ενείχαν προκαθορισμένο νομικό χαρακτήρα και έπρεπε να προσκομίζονται από τον ενάγοντα· η απόφαση απέρρεε από την ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων και δεν είχε χαρακτήρα απόλυτης αλήθειας, αλλά μόνο σχετικής με τα αντίπαλα μέρη. Από τα στοιχεία αυτά της ρωμαϊκής δ. προέκυψε μία αξιοσημείωτη ελαστικότητα τύπων και μια έντονη προσήλωση στην προφορικότητα των συζητήσεων. Στη γερμανική αστική δ., αντίθετα, ο δικαστής δεν ενεργούσε ως διαιτητής, αλλά περιοριζόταν να διευθύνει τις δικονομικές ενέργειες σύμφωνα με προκαθορισμένα σχήματα και να επικυρώνει την απόφαση που απαγγελλόταν από τον λαό ή από τους αντιπροσώπους του (λαϊκούς δικαστές). Η απόφαση δεν συνιστούσε αξιολόγηση θεμελιωμένη στην πεποίθηση του δικάζοντος σώματος, αλλά μάλλον μια καταγραφή της θείας βούλησης που εκδηλωνόταν κατά τη διάρκεια της δ. (όρκος, επίκληση της θεότητας, θεϊκή κρίση). Η ανταπόδειξη αποκλειόταν κατά κανόνα και η απόφαση, που εξέφραζε τη θεϊκή και λαϊκή κρίση, ενείχε χαρακτήρα απόλυτης και αδιαμφισβήτητης αλήθειας.
Ένας συνδυασμός των ρωμαϊκών και γερμανικών χαρακτηριστικών έγινε στη λεγόμενη κοινή δ. Από το ρωμαϊκό δίκαιο, η δ. αυτή άντλησε την αρχή της μοναδικότητας του δικαστή και της διαιτητικής του αποστολής, καθώς και την αρχή ότι η απόφαση ίσχυε ως σχετική αλήθεια μεταξύ των μερών. Από τη γερμανική δ. δανείστηκε την αρχή της πρωτοβουλίας των διαδίκων και την τυπική και σύννομη κατασκευή των αποδείξεων.
Από τον 16o αι. και ύστερα σημειώθηκαν σημαντικές εξελίξεις στη δ., με τη βαθμιαία νομοθετική κατοχύρωση των δικονομικών κανόνων, που προηγουμένως στηρίζονταν στην παράδοση και στην επιστήμη. Ανάμεσα στα κυριότερα νομοθετικά κείμενα δικονομικού χαρακτήρα πρέπει να μνημονευθούν τα συντάγματα της Πάρμα και της Πιατσέντσα του 1594, το Stilus Curiae του Εμανουέλ Φιλιμπέρτο της Σαβοΐας το 1561, η Διάταξη του Λουδοβίκου ΙΔ’ του 1667 (Code Louis), οι δικονομικοί νόμοι του Πιεμόντε του Βιτόριο Αμεντέο Β’ του 1723, ο Κώδικας του Φρειδερίκου Β’ του 1748, οι νόμοι της Μοντένα και της Τοσκάνης του 1771, ο δικαστικός κανονισμός του Ιωσήφ Β’ της Αυστρίας του 1781. Ο ναπολεόντειος κώδικας πολιτικής δικονομίας που τέθηκε σε εφαρμογή το 1807 αποτέλεσε βαθιά καινοτομία, η οποία επηρέασε σχεδόν όλες τις μεταγενέστερες ευρωπαϊκές ή εξωευρωπαϊκές κωδικοποιήσεις: τον ιταλικό κώδικα πολιτικής δικονομίας του 1865 (που διατηρήθηκε σε ισχύ έως το 1942), τη γερμανική διάταξη πολιτικής δικονομίας του 1877 (που υπέστη πολ
λές τροποποιήσεις από τότε), την αυστριακή του 1895 καθώς και τον κώδικα της Χιλής (1902), τον ουγγρικό (1911), τον κώδικα της Βενεζουέλας (1916), τον κολομβιανό (1931), τον μεξικανικό (1932), τον βραζιλιάνικο (1939) κλπ. Αυτόνομη συγκρότηση παρουσιάζουν, αντίθετα, οι δικονομικές νομοθεσίες της Μεγάλης Βρετανίας, που βασίζονται στους Κανόνες του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Rules of the Supreme Court) του 1873, οι οποίοι τροποποιήθηκαν το 1932.
Στο νεότερο αστικό δικονομικό δίκαιο, αντικείμενο της δ. είναι η αξίωση ενός ενάγοντος, ο οποίος θέτει σε κίνηση τον δικαστικό μηχανισμό, στην οποία αξίωση αντιτίθεται κατά κανόνα μία ανταξίωση του εναγομένου: ο δικαστής αποφαίνεται ανάμεσα στις δύο, με μία απόφαση θεμελιωμένη στο δίκαιο και στην επιείκεια. Από τη διαδικασία αυτή η επιστήμη αντλεί μια σειρά εννοιών και ταξινομήσεων που αποτελούν το λεγόμενο γενικό μέρος του αστικού δικονομικού δικαίου. Το ειδικό μέρος συστηματοποιεί τις ιδιαίτερες φάσεις και τους ιδιαίτερους δικονομικούς κανόνες που ρυθμίζει ο νόμος.
Η δ. μπορεί να οριστεί γενικά ως ένα σύνολο πράξεων καθορισμένης νομικής σημασίας, που αποβλέπουν σε μία από τις ακόλουθες τρεις βασικές επιδιώξεις:
(α) Την αναγνώριση κατά τρόπο αυθεντικό, δηλαδή οριστικό και μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, με απόφαση του δικαιοδοτικού οργάνου (δικαστηρίου), ενός δικαιώματος· παράλληλα την καταδίκη, ενδεχομένως, εκείνου που αμφισβητεί ή καταπατεί το εν λόγω δικαίωμα αντιδίκου με μια συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη σχετικά με το δικαίωμα αυτό (π.χ. αναγνωρίζεται ότι o Α οφείλει στον Β και υποχρεώνεται να του καταβάλει το ανάλογο ποσό.). Υπάρχουν όμως και δ. που δημιουργούν μια νέα κατάσταση με βάση ορισμένα (προϋπάρχοντα) γεγονότα, όπως, για παράδειγμα, οι δ. διαζυγίου.
(β) Τη λήψη μέτρων επείγουσας φύσης με σκοπό την εξασφάλιση δικαιώματος ή την άμεση ρύθμιση επιζήμιας κατάστασης (προσωρινές διαταγές και ασφαλιστικά μέτρα).
(γ) Την πραγματοποίηση του δικαιώματος δι’ αναγκαστικής εκτέλεσης.
Σύμφωνα με τον τριπλό αυτό σκοπό διακρίνονται δ. διάγνωσης ή διαγνωστικές δ., δ. περί επείγουσας φύσης μέτρων και δ. εκτέλεσης.
Σε όλες τις περιπτώσεις, η διενέργεια της δ. προϋποθέτει την παρέμβαση των δικαστικών υπαλλήλων και δύο τουλάχιστον διαδίκων: εκείνου που κινεί τη δ. (ενάγοντος) και εκείνου που αμύνεται και αντιδικεί (εναγόμενου)· ενάγοντες και εναγόμενοι μπορεί να είναι και περισσότεροι, σε περιπτώσεις ενεργητικής ή παθητικής ομοδικίας, είτε αυτοί εμφανίζονται από την αρχή είτε παρεμβαίνουν, κυρίως ή προσθέτως, με δική τους πρωτοβουλία είτε, τέλος, καλούνται προς τούτο από τους διαδίκους (προσεπίκληση). Κάθε δ. περιλαμβάνει δύο φάσεις ή τμήματα: την προσδοκία (από την έναρξη της δ. με την υποβολή αίτησης κλπ., έως την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο ή έως την πρώτη πράξη εκτέλεσης) και την κύρια διαδικασία, που περιλαμβάνει τις επακόλουθες πράξεις έως το τέλος της δ. Για να διεξαχθεί όπως πρέπει, σύμφωνα με το σύνταγμα και τον νόμο, η δ. πρέπει να ακολουθεί τις αρχές και τους κανόνες που διέπουν τη δικαιοδοτική λειτουργία. Ειδικότερα, πρέπει να εξετάζεται αν συντρέχουν οι διαδικαστικές προϋποθέσεις που αναφέρονται, κατά πρώτο λόγο, στην αρμοδιότητα και στη νόμιμη σύσταση και λειτουργία του κρίνοντος δικαστικού οργάνου· εκτός όμως από αυτό, η νομιμότητα της διαδικασίας προϋποθέτει ότι o διάδικος έχει την ικανότητα να είναι διάδικος και να παρίσταται στο δικαστήριο, γεγονός που ισχύει για όσους έχουν την απεριόριστη διαχείριση της περιουσίας τους. Σύμφωνα με τον ΚΠΔ, η παράσταση των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων τους γίνεται με τη συμπαράσταση δικηγόρου ή διά δικηγόρου, ο οποίος ενεργεί υπό την ιδιότητα του δικαστικού πληρεξουσίου (εκτός των ορισμένων από τον νόμο περιπτώσεων αυτοπροσώπου ή δι’ άλλου αντιπροσώπου παράστασης)· κατ’ αυτό τον τρόπο, μόνο δικηγόροι (ή δικολάβοι σε εξαιρετικές περιπτώσεις) επιτρέπεται να διοριστούν δικαστικοί πληρεξούσιοι και να ενεργούν τις διάφορες διαδικαστικές πράξεις κατά τη διάρκεια της δ., υπερασπιζόμενοι και εκπροσωπούντες τον διάδικο. Κατά το στάδιο της κύριας διαδικασίας, για να είναι έγκυρη η εκπροσώπηση από μέρους του πληρεξουσίου, πρέπει να μεσολαβήσει η νομιμοποίησή του, δηλαδή να προσκομιστεί η απόδειξη της πληρεξουσιότητας (προσαγωγή του πληρεξούσιου εγγράφου κατά τον νόμιμο τύπο). Όσοι είναι ανίκανοι για δικαστική παράσταση παρίστανται στα αστικά δικαστήρια με το δικό τους όνομα εκπροσωπούμενοι από τους νόμιμους αντιπροσώπους τους. Στις δ. που διεξάγονται ενώπιον των ειρηνοδικείων, κατά την εκδίκαση των ασφαλιστικών μέτρων και προκειμένου να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος, δεν υπάρχει η υποχρέωση παράστασης με δικηγόρο.Τέλος, πρόσθετη διαδικαστική προϋπόθεση της δ. είναι η υποβολή αίτησης δικαστικής προστασίας, σύμφωνα με την τριπλή αναφορά προς μία από τις βασικές επιδιώξεις της δ. που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Εξάλλου, είναι υποχρέωση του κράτους γενικά, και των δικαστικών οργάνων ειδικότερα, να παράσχουν την αιτούμενη έννομη προστασία, εφόσον φυσικά συντρέχουν και οι άλλες αναγκαίες προϋποθέσεις· δηλαδή πρέπει να υπάρχει κεκτημένο και απαιτητό προσβεβλημένο δικαίωμα, για την επανόρθωση του οποίου ο ενάγων να έχει έννομο συμφέρον και, επιπλέον, η αίτηση να νομιμοποιείται από την άποψη του ενάγοντος, του εναγόμενου και του παρεμβαίνοντος. Το περιεχόμενο των διαδικαστικών πράξεων είναι ποικίλο και περιλαμβάνει, κυρίως όταν πρόκειται για τις πράξεις των διαδίκων, αιτήσεις ή προτάσεις οι οποίες αναφέρονται σε πραγματικά γεγονότα, νομικούς κανόνες και διατάξεις σε αποδείξεις και γενικά σε κάθε είδους περιστατικά που θεμελιώνουν την αξίωση ή την άμυνα του αντιδίκου. Οι πράξεις, τόσο της προδικασίας όσο και της κύριας διαδικασίας, υπόκεινται σε τύπους. Γενικά, ισχύει ο κανόνας ότι όλες οι πράξεις της προδικασίας καθώς και οι εκτός του ακροατηρίου πράξεις της κύριας διαδικασίας γίνονται εγγράφως, ενώ οι πράξεις σε ακροατήριο διενεργούνται κατά ένα μέρος εγγράφως και κατά ένα μέρος προφορικώς. Τα διαδικαστικά έγγραφα περιλαμβάνουν αφενός τα δικόγραφα (αγωγής, παρέμβασης, έφεσης κλπ.) και τις προτάσεις των διαδίκων και αφετέρου τις δικαστικές εκθέσεις και τις δικαστικές αποφάσεις. Τα έγγραφα της πρώτης κατηγορίας πρέπει να είναι συντεταγμένα σύμφωνα με ορισμένο τύπο και να περιλαμβάνουν ορισμένα απαραίτητα στοιχεία: ονοματεπώνυμα διαδίκων, ονομασία του δικαστηρίου, χαρακτηρισμό του εγγράφου (π.χ. αγωγή), χρονολογία και υπογραφή του διαδίκου ή του πληρεξουσίου. Τα έγγραφα αυτά, αφού συνταχθούν, υποβάλλονται με την τήρηση ορισμένης διαδικασίας. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την αρχική αίτηση προστασίας δικαιώματος που αποκαλείται αγωγή και κινεί γενικά τη διαδικασία ενώπιον των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων, ο ΚΠΔ προβλέπει τη δυνατότητα απόπειρας συμβιβασμού, με την υποβολή σχετικής αίτησης προς τον ειρηνοδίκη, η οποία επέχει θέση αγωγής, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Στη συνέχεια προβλέπεται η κατάθεση του δικογράφου της αγωγής στη γραμματεία του δικαστηρίου (ενώπιον του ειρηνοδίκη η αγωγή μπορεί να ασκηθεί και προφορικά) και συντάσσεται σχετική έκθεση, σε όλες τις περιπτώσεις (επάνω στο πρωτότυπο αν πρόκειται περί δικογράφου), η οποία περιλαμβάνει την ημέρα και ώρα, καθώς και το ονοματεπώνυμο του καταθέσαντος προσώπου. Για την κατάθεση γίνεται εγγραφή σε ειδικό βιβλίο αγωγών· το πρωτότυπο και η έκθεση φυλάσσονται στο αρχείο του δικαστηρίου και σχηματίζεται φάκελος της υπόθεσης με αντίγραφο της αγωγής και με τα υπόλοιπα στοιχεία, όπως αποδεικτικά, εκθέσεις κλπ. (δικογραφία).Ολοκληρωμένη άσκηση της αγωγής έχουμε πάντα μονάχα με την επίδοσή της. Η άσκηση της αγωγής έχει ως συνέπεια την εκκρεμοδικία (δεν μπορεί να γίνει νέα δ. από τους ίδιους διαδίκους, για το ίδιο αντικείμενο ή να ασκηθεί νέα αγωγή, ανταγωγή ή κυρία παρέμβαση κλπ., εφόσον εκκρεμεί ακόμα η εν λόγω δ.). Γενικά ισχύει η αρχή ότι δεν μπορεί να ξεκινήσει η κύρια διαδικασία αν δεν προηγηθεί προδικασία, δηλαδή λεπτομερής προπαρασκευή της υπόθεσης.
Στα πολυμελή δικαστήρια πρωτοδικών ορίζεται δικαστής εισηγητής από τον πρόεδρο, αλλά όταν υπάρξει συμφωνία μεταξύ των δύο, μπορεί η υπόθεση να θεωρηθεί ώριμη και να εισαχθεί αμέσως στο δικαστήριο. Στα μονομελή πρωτοδικεία η δικάσιμος ορίζεται από τον αρμόδιο δικαστή, υπό τον έλεγχο του προέδρου. Αντίγραφο της αγωγής ή της σχετικής έκθεσης με σημείωση της δικασίμου κοινοποιείται υποχρεωτικά στον εναγόμενο. Απλούστερες διατυπώσεις προβλέπονται για τη διαδικασία ενώπιον του ειρηνοδικείου. Η συζήτηση διεξάγεται επ’ ακροατηρίω, δηλαδή σε δημόσια συνεδρίαση του δικαστηρίου. Τόσο η άσκηση της αγωγής όσο και οι λοιπές πράξεις της προδικασίας και της κύριας διαδικασίας διέπονται από θεμελιώδεις αρχές ή αξιώματα.
θεμελιώδεις αρχές της δ.Για μεγάλο χρονικό διάστημα η επιστήμη και η πρακτική ταλαντεύτηκαν μεταξύ δύο δικονομικών συστημάτων· το πρώτο από αυτά δίνει βαρύνουσα θέση στον διάδικο και επαφίεται κυρίως στην πρωτοβουλία του για τη διαλεύκανση της υπόθεσης (σύστημα της συζήτησης), ενώ το δεύτερο, που ονομάζεται σύστημα της ανάκρισης, μεταθέτει την πρωτοβουλία για τον χειρισμό των αποδεικτικών μέσων στον δικαστή.
ανακριτικό σύστημα. Ο ΚΠΔ, χωρίς να εγκαταλείπει το συζητητικό σύστημα, διευρύνει τις εξουσίες του δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να προβαίνει εφεξής αυτεπάγγελτα σε πάρα πολλές ενέργειες, που αποσκοπούν στο σύνολό τους στην αντικειμενικότερη και πληρέστερη διερεύνηση της υπόθεσης, τόσο κατά το νομικό όσο και κατά το πραγματικό της μέρος. Μια άλλη αρχή είναι ότι όλοι οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων πρέπει να υποβάλλονται το αργότερο μέχρι της πρώτης συζήτησης επ’ ακροατηρίω (αξίωμα του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι). Άλλα αξιώματα είναι η ισότητα των διαδίκων και η ακριβοδίκαιη ακρόαση και των δύο μερών, η μυστικότητα της προδικασίας και η δημοσιότητα της κύριας διαδικασίας, την oποία κατοχυρώνει και το Σύνταγμα. Πράγματι, το Σύνταγμα ορίζει ρητά ότι οι συνεδριάσεις των δικαστηρίων είναι δημόσιες και μόνο με ειδική απόφαση μπορεί το δικαστήριο να μην τηρήσει τη δημοσιότητα, σε περίπτωση που θα ήταν επιβλαβής στα δημόσια ήθη και στην κοινή ευταξία. Το Σύνταγμα προβλέπει, εξάλλου, ότι όλες οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένες και να απαγγέλλονται σε δημόσια συνεδρίαση. Η δικονομία προβλέπει και πρόσθετες εγγυήσεις για την προπαρασκευή και την έκδοση των αποφάσεων. Τέλος, πρέπει να τηρείται η αρχή της καλής πίστης και ευπρέπειας από τους διαδίκους κατά τη διεξαγωγή της δ., ενώ προβλέπονται και ποινές κατά του διαδίκου και του πληρεξουσίου του, σε περίπτωση άσκησης εμφανώς αβάσιμης αγωγής ή παρέμβασης κλπ. Μεγάλη σημασία για την πραγματοποίηση των σκοπών της δ. ενέχει η ορθή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, δηλαδή των πραγματικών γεγονότων τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δ.· στο σημείο αυτό καταδεικνύεται, άλλωστε, και η σημασία της διεύρυνσης του συζητητικού συστήματος, το οποίο παρέχει στον δικαστή μεγαλύτερη πρωτοβουλία και ελευθερία χειρισμού των αποδεικτικών μέσων. Τέτοια μέσα είναι, ειδικότερα, η oμολογία, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη, οι μάρτυρες, η εξέταση των διαδίκων, ο όρκος και τα έγγραφα.
Η δ. τερματίζεται όταν εκδοθεί οριστική απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, εφόσον η απόφαση αυτή δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας ή έφεση. Η απόφαση αυτή είναι τελεσίδικη και αποτελεί δεδικασμένο όσον αφορά το κρινόμενο δικαίωμα και τα παρεμπίπτοντα θέματα μεταξύ των διαδίκων, των διαδόχων τους και των νεμομένων ή κατεχόντων το επίδικο πράγμα. Το δεδικασμένο εξυπηρετεί την ασφάλεια του δικαίου και των συναλλαγών. Ωστόσο, ο άκαμπτος χαρακτήρας του μετριάζεται σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν μεσολαβεί μεταβολή συνθηκών (π.χ. μεταβολή τιμαρίθμου), με τη δυνατότητα η οποία δίνεται στους διαδίκους να ζητήσουν τη μεταρρύθμιση της απόφασης. Οπωσδήποτε, επιφυλάσσονται ορισμένα μέσα επανεξέτασης, τόσο υπέρ των διαδίκων όσο και υπέρ τρίτων που έχουν έννομο συμφέρον, με τα οποία αποκλείεται ή τουλάχιστον μετριάζεται ο κίνδυνος δικαστικής πλάνης ή εσφαλμένης ή ανεπιεικούς εφαρμογής του νόμου.
Οι διατάξεις του ΚΠΔ αναφέρονται σε όλες τις διαφορές, αλλά για ορισμένα είδη διαφορών οργανώνονται ειδικές διαδικασίες. Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις δ. που αφορούν γαμικές διαφορές ή διαφορές που αναφέρονται στις σχέσεις γονέων και τέκνων, σε έκδοση διαταγής πληρωμής, σε πιστωτικούς τίτλους, στην παράδοση ή απόδοση μισθίου, στην παροχή εργασίας με μισθό (εργατικές διαφορές) ή με αμοιβή (δικηγόρων, συμβολαιογράφων κλπ.).
Η διαδικασία που αφορά την κατηγορία δ. επείγουσας φύσης (λήψη ασφαλιστικών κλπ. μέτρων) αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστού τμήματος του ΚΠΔ. Ειδικότερα, περιλαμβάνει την εγγυοδοσία, την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, τη συντηρητική κατάσχεση, τη δικαστική μεσεγγύηση, την προσωρινή επιδίκαση απαιτήσεων, την προσωρινή ρύθμιση κατάστασης, τη σφράγιση, αποσφράγιση και δημόσια κατάθεση. Άλλες διατάξεις του ΚΠΔ ρυθμίζουν τη διαδικασία της λεγόμενης εκούσιας δικαιοδοσίας και της διαιτησίας.
Η τρίτη και τελευταία κατηγορία δ. αφορά την αναγκαστική εκτέλεση, με βάση έναν από τους εκτελεστούς τίτλους που απαριθμούνται στον ΚΠΔ. Για να εξασφαλιστεί η ικανοποίηση της απαίτησης, το δικαστήριο που εξέδωσε μια οριστική απόφαση μπορεί να την κηρύξει προσωρινά εκτελεστή, ακόμα και πριν αυτή γίνει τελεσίδικη. Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης αρχίζει από την επίδοση απογράφου με επιταγή εκτέλεσης στο πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται η εκτέλεση· περαιτέρω πράξη εκτέλεσης δεν μπορεί να υπάρξει πριν περάσουν τρεις ημέρες από την επίδοση. Παρέχεται επίσης δικαίωμα προβολής αντιρρήσεων κατά της εκτέλεσης, με την άσκηση αποκοπής ή τριτανακοπής. Τα μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης είναι ποικίλα, ιδίως η κατάσχεση της κινητής περιουσίας του οφειλέτη, η κατάσχεση εις χείρας τρίτου, η κατάσχεση ακινήτων, πλοίων ή αεροσκαφών, ο πλειστηριασμός κινητών και ακινήτων, η κατάσχεση περιουσιακών δικαιωμάτων, η αναγκαστική διαχείριση, η προσωπική κράτηση κλπ.
Συνεδρίαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (φωτ. ΑΠΕ).
Στιγμιότυπο από τη δίκη των πρωταιτίων της δικτατορίας του 1967 (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Μετά τη διεξαγωγή δίκης, το γαλλικό Ακυρωτικό Δικαστήριο αναγνωρίζει την αθωότητα του Ντρέιφους στην πολύκροτη αυτή υπόθεση (1906).
Κινηματογραφική αναπαράσταση μιας ποινικής δίκης στις ΗΠΑ.
Δικαστές του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας με τη χαρακτηριστική περιβολή τους (φωτ. ΑΠΕ).
H δίκη του Καρόλου A’ της Αγγλίας (1649), όπως εικονίζεται σε λιθογραφία της εποχής. Ο Κάρολος καταδικάστηκε σε θάνατο.
Διεξαγωγή δίκης ενός ληστή στην Ιταλία, στις αρχές του 20ού αι.
Γαλλική δίκη του 15ου αι., σε μικρογραφία του Zαv Φουκέ. Στην ιστορία της ποινικής δίκης διακρίνονται δύο κύρια συστήματα: το κατηγορητικό, που βασίζεται στην προφορικότητα και δημοσιότητα της συζήτησης, και το εξωτερικό, που χαρακτηρίζεται από τη γραπτή διαδικασία και τη μυστικότητα.
* * *η (AM δίκη)1. εκδίκαση μιας υποθέσεως για την εύρεση τής αλήθειας και την απονομή τής δικαιοσύνης2. τιμωρία, ποινή («θεία δίκη»)3. (η αιτ. ως επίρρ. με γεν.) (για ζώα και πράγματα) κατά τον τρόπο, τη συνήθεια, ως, σαν («όρμησε δίκην τίγρεως»)μσν.μέλλουσα κρίσηαρχ.1. συνήθεια, έξη2. επίρρ. δίκηνχάριν, ένεκα3. καλή συνήθεια, τάξη, αρμονία, νόμος, δίκαιο4. ισχύς, δύναμη5. προσωποποιημένη θεά τής δικαιοσύνης6. (σε επιρρημ. ή εμπρόθ. χρήση) δίκαια, σωστά («δίκῃ, ἐν δίκῃ» κ.λπ.)7. κρίση, γνώμη, απόφαση8. δικαστική υπόθεση, δίκη ιδιωτική, σε αντίθεση με τη γραφή*9. δικαστήριο10. ό,τι επιδιώκεται με τη δίκη ή το αποτέλεσμά της, εξιλασμός, ικανοποίηση, πρόστιμο11. (κατά τους Πυθαγόρειους) α) ονομασία τού τρίαβ) αντί για το πέντε12. η φυσική τάξη τών πραγμάτων13. φρ. α) «δίκην λαμβάνω παρά τίνος» — τιμωρώ, εκδικούμαιβ) «δίκην λέγω» — αγορεύω κατά τη διεξαγωγή τής δίκηςγ) «δίκην φεύγω» — κατηγορούμαιδ) «δίκης τυγχάνω παρά τινος» — ενάγομαιε) «δίκην λαγχάνω τινί» — ενάγωστ) «δίκην διώκω» — είμαι κατήγοροςζ) «δίκην διδόναι τινί»i) πληρώνω, τιμωρούμαιii) παίρνω εκδίκησηη) «δίκας διδόναι και δέχεσθαι» — υποβάλλω τις διαφορές σε διαιτησίαθ) «δίκην ὀφλῶ ἡ ὀφλισκάνω» — καταδικάζομαιι) τὴν δίκην ἔχωδίνω ικανοποίησηια) «δίκην αἰτῶ τινα» — ζητώ ικανοποίησηιβ) «δίκας αἱρῶ» — κερδίζω τη δίκηιγ) «δίκην ἐπιτίθημί τινι» — επιβάλλω ποινήιδ) «δίκην ἔχω» — τιμωρούμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δίκη, σπάνια στον Όμηρο, σήμαινε αρχικά «κανόνας, τρόπος, συνήθεια, έθιμο» και χρησιμοποιούνταν παράλληλα με τη λ. θέμις. Η σημ. αυτή απαντά επίσης και στην μτγν. ποίηση και από αυτήν προήλθε και το επίρρ. δίκην «κατά τον τρόπο, ως, σαν». Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με το δείκνυμι*, με πρωταρχική σημ. «κατεύθυνση, διεύθυνση» και ίσως «καθορισμένη, υποδεδειγμένη γραμμή» (πρβλ. αρχ. ινδ. diś- και disā- «κατεύθυνση, ουράνια περιοχή και τρόπος»). Αργότερα, στην αττ. διάλεκτο, η λ. έγινε νομικός όρος και με τη σημ. αυτή εισήχθη στην Λατινική και Γερμανική (πρβλ. λατ. dicis causa «λόγου χάριν»), ενώ η λ. θέμις περιορίστηκε να δηλώνει τον θείο και ηθικό νόμο.ΠΑΡ. δικάζω, δίκαιος, δικανικόςαρχ.δικίδιον.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δικηγόροςαρχ.δικηφόρος, δικογράφος, δικοδίφης, δικολόγος, δικομήτρα, δικορράπτηςαρχ.-μσν.δικολέκτηςμσν.- νεοελλ.δικολάβοςνεοελλ.δικονομία. (Β' συνθετικό) άδικος, ανεπίδικος, αντίδικος, αυτόδικος, διάδικος, έκδικος, ένδικος, επίδικος, κατάδικος, σύνδικος, υπόδικος, φιλόδικος, φυγόδικοςαρχ.αγνόδικος, αδωσίδικος, αμετρόδικος, ανάδικος, αντέκδικος, ανυπόδικος, απόδικος, αποινόδικος, απρόδικος, βαρύδικος, δικαιάδικος, δωσίδικος, εκκλησιέκδικος, εύδικος, ευθύδικος, εχθόσδικος, ιθύδικος, κοινόδικος, λαόδικος, μεγαλόδικος, μισόδικος, ορθόδικος, παλίνδικος, πάνδικος, παντάδικος, παρεπίδικος, πολύδικος, πρόδικος, σιδηροκατάδικος, συνέκδικος, υπέρδικος νεοελλ. αυτοκατάδικος, ελλανόδικος, εξώδικος, ληστοφυγόδικος, ομόδικος, πρωτέκδικος, πρωτόδικος, στρεψόδικος, υποδικοκατάδικος, φιλέκδικος].
Dictionary of Greek. 2013.